εξαπολύω — εξαπολύω, εξαπέλυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… … Dictionary of Greek
εξαπολύω — εξαπέλυσα και εξαπόλυσα, εξαπολύθηκα, εξαπολυμένος, μτβ., εξαποστέλλω βιαστικά εναντίον κάποιου, απολύω με ορμή, ξαμολώ: Εξαπολύθηκε ο πύραυλος στο διάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντεπαφίημι — ἀντεπαφίημι (Α) εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου … Dictionary of Greek
εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… … Dictionary of Greek
εξαπολυτής — ο [εξαπολύω] (τεχν.) μηχανισμός που ελευθερώνει το κλείστρο τής φωτογραφικής μηχανής … Dictionary of Greek
εξαπόλυση — η [εξαπολύω] 1. το να εξαπολύει κανείς κάποιον ή κάτι, η απόλυση, η άφεση 2. επείγουσα αποστολή («εξαπόλυση διαταγής») … Dictionary of Greek
εξαπόλυτος — ἐξαπόλυτος και ἀξαπόλυτος, η, ο (Μ) [εξαπολύω] 1. (για ενέχυρο) εγκαταλελειμμένος, παρατημένος 2. ασύντακτος, διαλυμένος … Dictionary of Greek
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek